
Ποιήματα
Federico Garcia Lorca
Ανέμισες για μια στιγμή το
μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
Αύγουστος ήτανε, δεν ήτανε θαρρώ,
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι.
Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιασε ακαμάτης τ' αχαμνά του.
Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι.
Τραβέρσο ανάποδο πορεία προς το Βοριά,
τράβα μπροστά ξωπίσω εμείς και μη σε μέλει.
Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές,
τότες που σ' έφεραν κατσίβελε στην μπόλια.
Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω,
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκιο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
Κοπέλες απ' το Δίστομο φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά.
Σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,
μέσα απ' τα διψασμένα της χωράφια τ' ανοιχτά.
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη φτενή δίχως καρένα,
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά
σκυλιά
Νίκος Καββαδίας
Στο ποίημα αυτό επιχειρείται περισσότερο μια σύνδεση της ισπανικής πραγματικότητας με τα ελληνικά τεκταινόμενα της Κατοχής και του Εμφυλίου. Πέρα από τον ελεγειακό του χαρακτήρα, το ποίημα αφουγκράζεται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δύο μεσογειακών χωρών και πετυχαίνει μια αντιπαραβολή των τραγικών γεγονότων που στοίχειωσαν το ισπανικό και ελληνικό έθνος τις δεκαετίες του '30 και '40. Φαίνεται πως ο ολοκληρωτισμός όπου κι αν επιβληθεί έχει τα ίδια χαρακτηριστικά γιατί δε σέβεται τις ιδιαιτερότητες των κρατών και την εθνική τους ιδιοσυστασία ή αυτή υπερτονίζεται εντέχνως και οδηγεί σε προκαθορισμένα αποτελέσματα, γεγονός που εν μέρει δικαιολογεί την κοινή πορεία των εθνών, τις συμφορές, τις λύπες και τους οδυρμούς τους τις τραγικές αυτές δεκαετίες.
Το ποίημα ξεκινά με το κεντρικό πρόσωπο να φορά τα παραδοσιακά ρούχα του ισπανού ταυρομάχου , μήνα Αύγουστο (οπότε και δολοφονήθηκε ο Λόρκα, ενώ δύο χρόνια πριν είχε σκοτωθεί σε ταυρομαχία ο φίλος του στον οποίο είχε αφιερώσει το ποίημα Llanto por Ignacio Sanchez Mejias). Τότε ήταν που έρχονταν οι Σταυροφόροι, όπως ονομάζονταν οι Έλληνες εθελοντές στο πλευρό των δημοκρατικών στον ισπανικό εμφύλιο. Εικόνες πολέμου έρχονται συνειρμικά στο νου με την περιγραφή της μεσαιωνικής εκστρατείας των Σταυροφόρων αλλά κυρίως με την αναφορά στον ταύρο του Πικάσο που ανήκει στο παγκοσμίου φήμης αντιπολεμικό έργο του «Γκουέρνικα», και τέλος με το μέλι να σαπίζει λόγω του πολέμου που δεν αφήνει χώρο σε καθημερινές ειρηνικές εργασίες.
Στο ηλιόλουστο μεσογειακό ανδαλουσιανό και ελληνικό ταυτόχρονα τοπίο των επόμενων στίχων αντιπαραβάλλεται η πρώτη εικόνα του νεκρού Λόρκα που τον φέρνουν δολοφονημένο πάνω σε ένα γυναικείο μαντήλι. Και αναρωτιέται ο ποιητής με τι θα μπορούσε να ντύσει το νεκρό ομότεχνό του, τον δημιουργό του Romancero Gitano, γι'αυτό και μετωνυμικά ονομάζεται «ατσίγγανος». Επιλέγεται, λοιπόν ένα μαυριτανικό ύφασμα, γεγονός που θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως παραπέμπει στην αραβική κυριαρχία επί της Ισπανίας και δη επί της ιδιαίτερης πατρίδας του Λόρκα (Ανδαλουσία) που ήταν μακροχρόνια. Στους επόμενους στίχους γίνεται πλέον αναφορά στην ελληνική πραγματικότητα. Μεταφερόμαστε στο σκοπευτήριο της Καισαριανής όπου εκτελέστηκαν την 1η Μαΐου του 1944 από τους Γερμανούς 200 Γερμανοί αντιστασιακοί , αλλά και στο Δίστομο που ξεκληρίστηκε με τον πιο βάναυσο και επαίσχυντο τρόπο από τους ομοϊδεάτες των εκτελεστών του Λόρκα. Χαρακτηριστική είναι η εικόνα του νεκρού πολεμιστή προσδεδεμένου στο άλογο που παραπέμπει στο γνωστό έπος του El Cid. Εικάζεται ότι ο Καββαδίας με την αναφορά στον νεκρό καβαλάρη εννοούσε τον Άρη Βελουχιώτη κάτι που δεν στέκει χρονολογικά τουλάχιστον. Σε αυτό άλλωστε συντείνει και η κατοπινή απερίφραστη κατάθεση του Καββαδία υπέρ του Βελουχιώτη στο ποίημά του «Αντίσταση» («... Κι απέ Δεκέμβρη στην Αθήνα και Φωτιά/ Τούτο της γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι/ Λικνίζει κάτου από το Δρυ και την Ιτιά/ το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη») Το ποίημα κλείνει με μια σειρά εικόνων εφιαλτικών, εικόνων ερήμωσης και σήψης (κάποιες παραπέμπουν και σε ποιήματα του Λόρκα).
Γεμάτο αλληγορικά σχήματα, πληθωρικό στις εναλλαγές εικόνων δόξας και παρακμής, ζωής και θανάτου, με υποβόσκουσες ιδεολογικές παραπομπές το ποίημα αυτό συμβολοποιεί με τον πιο έντονο και χαρακτηριστικό τρόπο τη φρίκη του απολυτότητας. Ο ανδαλουσιανός ποιητής στέκει ως σύμβολο της ποιητικής φωνής που καταπνίγηκε βίαια από τη «λογική» του ολοκληρωτισμού και από το «μεγαλόπνοο» αφήγημα περί φυλετικής καθαρότητας που στιγμάτισε τον άρτι παρελθόντα αιώνα. Ποιος, ωστόσο, μπορεί με σιγουριά να πει πως η ποιητική παραγωγή και λοιπή δημιουργική πορεία του Λόρκα πράγματι τερματίστηκε με την εκτέλεσή του; Η τελευταία έδωσε την αφορμή σε ποικίλους κύκλους -καλοπροαίρετα και μη- να αφιερώσουν χρόνο και μελάνι στον ισπανό ποιητή τον οποίο περιέβαλε με την θαλπωρή της η δικαίωση της υστεροφημίας. Υπό αυτό το πρίσμα ποτέ δεν πέθανε ο Λόρκα. Αντίθετα συνέχισε να ζει και να εμφυσά τις επαναστατικές του απελευθερωτικές αξίες σε κάθε δοκιμαζόμενο έθνος. Ωστόσο, ποιος μπορεί να αρνηθεί πως αν συνέχιζε να ζει δε θα εμπλούτιζε τα παγκόσμια αποθέματα αξιών; Η υστεροφημία, δηλαδή, ελάχιστα μετρά μπροστά σε αυτά που θα μπορούσε ακόμη να προσφέρει... Τα συμπεράσματα ας μείνουν προσωπική υπόθεση...
«ΝΕΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ ΣΤΙΣ 19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ 1936 ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΑΝΤΑΚΙ ΤΟΥ ΚΑΜΙΝΟ ΝΤΕ ΛΑ ΦΟΥΕΝΤΕ»
...una accion vil y disgraciado.
η τέχνη κι' η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε
περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ' όλους αυτούς τους θόρυβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι' αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορρίζικου του Λόρκα
υπό των φασιστών
μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει
πως
από καιρό τώρα
― και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα ―
είθισται
να δολοφονούν
τους ποιητάς
Νίκος Εγγονόπουλος
Ειρωνικός ήδη από τον τίτλο του συγκεκριμένου ποιήματος που
προσπαθεί να μιμηθεί δηκτικά τους πομπώδεις τίτλους εφημερίδων, ο Εγγονόπουλος
πραγματεύεται το πάντα διαχρονικό θέμα της εγκληματικής στάσης των εχθρών της
ελεύθερης σκέψης απέναντι στους ποιητές. Δεν είναι όμως έγκλημα μόνο κατά των
ποιητών και του αντικομφορμισμού τους, αλλά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, από
την οποία στερεί το φως της ελευθερίας και τη δυνατότητα πνευματικής
αναγέννησης μέσω του πολιτισμού.
Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα ήταν ισπανός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, μουσικός, ζωγράφος και πρωτοπόρος της διαπαιδαγώγησης του λαού μέσω της τέχνης. Πρωτοστάτησε στην προσπάθεια της αντιφασιστικής δημοκρατίας να αντισταθεί στην πίεση των πανταχόθεν προερχόμενων φασιστικών δυνάμεων της Γηραιάς Ηπείρου προς υποστήριξη του Φράνκο. Δεν ήταν στρατευμένος κομμουνιστής ούτε φανατικά αριστερός. Η «αριστερότερη» πράξη του ίσως μπορεί να είναι η συμμετοχή του στο «Θέατρο της παράγκας» που προσπάθησε περιοδεύοντας να ενισχύσει το ρεπερτόριο του ισπανικού χρυσού αιώνα με την αναβίωση έργων μεγάλων ισπανών λογοτεχνών, όπως ο Θερβάντες ή ο Λόπε ντε Βέγκα. Ασκητής του αντισυμβατικού χτισίματος αντί-ελιτίστικου και αντί-ερμητικού θεάτρου, του επαναστατικού πειραματισμού και της ουμανιστικής πολιτιστικής δημοκρατικής αναβίωσης, ομοφυλόφιλος και αθεράπευτα ερωτευμένος με τον Νταλί ήταν αρκετά για την εκτέλεσή του από ένα άτεγκτο καθεστώς φαλαγγιτών.
Πράξη άναντρη και απεχθής. Έτσι χαρακτηρίζεται ab initio από τον υπερρεαλιστή ποιητή η δολοφονία του Λόρκα. Η παρρησία, ο ελεγκτικός ρόλος των ποιητών και η προσπάθεια να αναδειχθεί η αλήθεια μέσω του ποιητικού λόγου τους καθιστούν συχνά τις ποιητικές συνθέσεις ευάλωτες στην επιπόλαιη και ανεύθυνη χλεύη του συνόλου. Κυριολεκτικός θάνατος για το Λόρκα, μεταφορικός για τον Εγγονόπουλο. Άλλωστε, ο τελευταίος είχε ξεσηκώσει εναντίον του το σκώμμα τόσο με τις ποιητικές όσο και με τις ζωγραφικές του δημιουργίες... Περιφρόνηση, λοιπόν, αξίζει στους διατηρητές και συνεχιστές του αφιλόξενου για τους ποιητές κλίματος, οι οποίοι μάλιστα δεν κατονομάζονται αλλά περιγράφονται επιθετικά και υποτιμητικά ως «αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες» που επιδίδονται σε ατέρμονες κενολογίες, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα απάνθρωπη, ευνοούσα τον σκοταδισμό, την αναισθησία, την αποστροφή σε οτιδήποτε αληθινό. Μα- αλίμονο- κάτι τέτοιο είναι σύνηθες σε χρόνια ακρωτηριασμένα και σε μια κοινωνία καθημαγμένη από τον σαρωτικό άνεμο του ολοκληρωτισμού. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή «Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω» που δημοσιεύτηκε το 1957 και βραβεύτηκε την επόμενη χρονιά. Από το θάνατο του Λόρκα (Αύγουστος 1936) μέχρι το 1957 μεσολάβησε μία περίοδος απολυταρχικών καθεστώτων, παγκοσμίου πολέμου και εμφύλιων σπαραγμών. Δικαιολογείται, λοιπόν, ο χαρακτηρισμός «σακάτικα χρόνια».
Η δολοφονία του Λόρκα, συνεπώς και το ποίημα αυτό, δε θα πρέπει να ιδωθούν υπό το πρίσμα της ισπανικής εμφύλιας σύρραξης μόνο. Το μήνυμα είναι πανανθρώπινο. Ο Λόρκα και ο κάθε ποιητής που λογοκρίνεται ανηλεώς από οποιοδήποτε ανελεύθερο καθεστώς ή από καθεστώτα που ενδύονται τη φενάκη του φιλελευθερισμού εξοντώνονται πρωτίστως ως ποιητές. Δολοφονούνται για το έργο, για το πνεύμα και τις ιδέες τους που επιθυμούν να αλλάξουν τον κόσμο με διαφορετικά μέσα από αυτά που μετέρχονται οι εκτελεστές τους και σε διαφορετική βάση . Η περίληψη της φασιστικής βαναυσότητας θα μπορούσε να είναι η δολοφονία του Λόρκα. Και λέω περίληψη επειδή συνοψίζει σε μία μόνο ανθρωποκτονία, τις ομαδικές εκτελέσεις αντιφρονούντων, το ολοκαύτωμα και την πολεμική κτηνωδία του 20ου αιώνα με το βασανισμό εκατομμυρίων ανθρώπων και τη ρίψη τους σε χαντάκια σαν αυτό του Καμίνο ντε λα Φουέντε. Γιατί ένα άσπρο χαρτί και ένα μολύβι είναι πιο φονικό και από αυτό το ίδιο το όπλο...
Πηνελόπη